Όταν συναντιούνται μέσα στη νύχτα σ' ένα μπαρ στο Μανχάταν, η Καίυ και ο Φρανσουά, είναι και οι δυο σε απόγνωση. Εκείνος, ένας Γάλλος γύρω στα πενήντα, έχει έρθει στη Νέα Υόρκη στην προσπάθειά του να ξεχάσει ότι η γυναίκα του τον άφησε για κάποιον νεαρό, εκείνη, διωγμένη από το δωμάτιο που μοιραζόταν με μια φίλη, δεν έχει καν ένα χώρο για να κοιμηθεί...
"Δυο φαρδιές λεωφόροι, σχεδόν άδειες, και κατά μήκος των πεζοδρομίων γιρλάντες με φώτα. Σε μια γωνία της διασταύρωσης, οι μακρόστενες τζαμαρίες μιας καντίνας φωτίζονταν με ένα φως βίαιο, επιθετικό, απίστευτης χυδαιότητας. Έμοιαζε μάλλον με μακρόστενο γυάλινο κλουβί, όπου έβλεπες τους ανθρώπους σαν σκουρόχρωμους λεκέδες, και όπου μπήκε ο Φρανσουά Κομπ, για να μην είναι πια μόνος. Κατά μήκος του ατέλειωτου πάγκου που ήταν φτιαγμένος από ένα κρύο πλαστικό υλικό, υπήρχαν ψηλά σκαμπό βιδωμένα στο πάτωμα. Δυο μεθυσμένοι ναύτες παραπατούσαν όρθιοι... Κάθισε τυχαία δίπλα σε μια γυναίκα, την οποία αντιλήφτηκε μόνο όταν ο σερβιτόρος με το λευκό σακάκι στάθηκε μπροστά του για να πάρει την παραγγελία. Η ατμόσφαιρα μύριζε πανηγύρι, λαϊκή χαλάρωση, νύχτες που σέρνεται κανείς χωρίς να αποφασίζει να πάει για ύπνο και επίσης μύριζε Νέα Υόρκη με το ζωώδες και συνάμα ήρεμο ξέδομά της."
Περισσότερα για κριτική, παρουσίαση από το blog Nautilus στο παρακάτω λινκ: http://alexis-chryssanthie.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου